-
1 ἐπι-πνέω
ἐπι-πνέω (πνέω), ep. auch ἐπιπνείω, anhauchen, anwehen, Il. 5, 698; bes. von günstigem Winde, νηῦς ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισϑεν Od. 4, 357; εἰςόκε ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9, 139; αὖραι ἐπιπνείουσι ϑάλασσαν, wehen über das Meer hin, Hes. Th. 872; κἀπιπνεῦσαι βόρειον αὐτοῖς Ar. Vesp. 265; μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας Ἄρης Aesch. Spt. 325; das Feindliche auch bei Soph. Ant. 136, ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχϑίστων ἀνέμων, darin-, anschnauben; στρατὸν Ἀργείων ἐπιπνεύσας αἵματι, zum Blutbade, Eur. Phoen. 796, wie 801 Σπαρτῶν γέννᾳ, gegen das Geschlecht aufregen; – übertr. anhauchen, begeistern, ὅσοις δαίμων ἀγαϑὸς ἐπέπνευσεν Plat. Ax. 371 c; begünstigen, hold sein, οὐδέ σε Κύπρις οὐδ' ἀγανοὶ φιλέοντες ἐπιπνείουσιν Ἔρωτες Ap. Rh. 3, 937, vgl. τύχης ἐπιπνεούσης Pol. 11, 19, 5; – heranwehen, zubringen, τῶν Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Plat. Phaedr. 262 d; πυρὸς σέλας, anschnauben, Ap. Rh. 3, 1327. – Darauf, hinterher wehen, ὁ βορέας τῷ νότῳ Theophr.
-
2 επιπιπτω
(fut. ἐπιπεσοῦμαι)1) (на что-л.) падать, спадать(ἐπί τι Xen. etc.)
ἐπιπεσεῖν ἐπὴ τὸν τράχηλόν τινος NT. — броситься кому-л. на шею2) врываться, вторгаться(ἐπὴ τῷ νότῳ ὅ βορέας ἐπιπίπτει Arst.)
3) нападать(ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὴ ἐξόπισθεν Plut.)
ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. — столкнуться друг с другом;οὐ προσδεχομένῳ τινὴ ἐ. Plut. — напасть на кого-л. врасплох4) перен. налетать, обрушиваться(λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα δίκη τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὴ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.)
5) приходить в голову, осенять(λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.)
6) попадать, встречаться7) нисходить, проникать(τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT.)
-
3 νότος
νότος, ὁ,A south wind (opp. Βορέας, Arist.Mete. 363b15, cf. Od.5.331),εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10
;ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι Hdt.2.25
(butὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος Arist.Pr. 942a29
) ;ἐτέγχθη κρᾶτ'.. πληγῇσι νότου S.Ph. 1457
(anap.) ;χειμερίῳ νότῳ Id.Ant. 335
(lyr.) ;ὑγρὸς καὶ βαρύς Arist.HA 597b11
;ὑδατωδέστερος Id.Pr. 943a5
; ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης ib. 942a34 ;καυματώδης Id.Mete. 364b23
: in pl., Id.HA 612b6.II south or south-west quarter,πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου Hdt.2.8
;πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου Id.6.139
;τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. S.Fr.24.6
;τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Th.3.6
;βλέπειν πρὸς ν. IG22.1227.18
; ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. ib.12.372.51 ; πρὸς νότου ἀνέμου ib.56 ;βασίλισσα νότου Ev.Matt.12.42
; ἀπὸ νότου c. gen., to the south of, PTeb. 164.17 (ii B.C.), etc. ; later ἐκ νότου c. gen., PStrassb.29.8 (iii A.D.), etc.: gen. to the south,PTeb.
105.13 (ii B.C.), etc.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский